λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Ηρακλείδες — I Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τη δωρική παράδοση, οι Η. κυρίευσαν και αποίκισαν την Πελοπόννησο. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρακλή, διώχθηκαν από τον Ευρυσθέα και κατέφυγαν αρχικά στον βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκο, και… … Dictionary of Greek
καθολικό καταπίστευμα — Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek
Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… … Dictionary of Greek
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek